παραμυθούμαι

παραμυθούμαι
-έομαι και παραμυθώ, -έω / παραμυθοῡμαι, -έομαι, ΝΜΑ
καταπραΰνω τον σωματικό ή ψυχικό πόνο κάποιου με λόγια ή με πράξεις, παρηγορώ
μσν.-αρχ.
ελαττώνω, μειώνω
αρχ.
1. προτρέπω, παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι
2. δίνω θάρρος σε κάποιον με τα λόγια μου, ενθαρρύνω, συμβουλεύω
3. μετριάζω («τὸ τῆς μοναρχίας ὄνομα παραμυθούμενος», Πλούτ.)
4. θέτω εκτός, παραμερίζω
5. απαλλάσσω, συγχωρώ
6. υποστηρίζω κάποια θέση
7. διασαφηνίζω, εξηγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + μυθοῦμαι (< μῦθος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παραμυθοῦμαι — παραμυθέομαι encourage pres ind mp 1st sg (attic epic doric) παραμῡθοῦμαι , παραμυθέομαι encourage pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απαράμυθος — ον (Α) [παραμυθούμαι] απαραμύθητος, αδυσώπητος, δύστροπος …   Dictionary of Greek

  • απαραμύθητος — ἀπαραμύθητος, ον (AM) [παραμυθούμαι] ο απαρηγόρητος αρχ. 1. ο αδυσώπητος 2. ο αδιόρθωτος 3. ο αστήριχτος, ο αθεμελίωτος 4. ο ανικανοποίητος, ο αχόρταγος …   Dictionary of Greek

  • παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… …   Dictionary of Greek

  • παραμυθήτωρ — ορος, ὁ, Α ο παραμυθητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραμυθοῦμαι + επίθημα τωρ (πρβλ. γεννή τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • παραμυθία — Μεγάλος ημιορεινός δήμος (υψόμ. 300 μ.) στην πρώην επαρχία Σουλίου του νομού Θεσπρωτίας. Η Π. βρίσκεται χτισμένη στους πρόποδες της κορυφής Koρύλας των βουνών της Παραμυθιάς. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.,), στον οποίο ανήκουν 22… …   Dictionary of Greek

  • παραμυθητής — ὁ, ΝΑ [παραμυθούμαι / παραμυθώ] αυτός που με λόγια ή πράξεις προσπαθεί να απαλύνει τον ψυχικό πόνο κάποιου άλλου, παρηγορητής …   Dictionary of Greek

  • παραμυθητός — ή, όν, Α [παραμυθούμαι] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να παρηγορήσει, ο δεκτικός παρηγοριάς …   Dictionary of Greek

  • παραμύθημα — τὸ, ΜΑ [παραμυθούμαι] παρηγοριά, παραμυθία …   Dictionary of Greek

  • παραμύθι — Λαϊκή διήγηση στην οποία προέχει το θαυμαστό και το φανταστικό και που έχει για πρωταγωνιστές όντα υπεράνθρωπα, νεράιδες, στρίγκλες, μάγους, δράκους, γίγαντες και, οπωσδήποτε, πρόσωπα ικανά, μέσω μαγικών αντικειμένων ή προσωπικής δύναμης, για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”